Αιγαίο και Κρητικό Πέλαγος: δύο εξελικτικά εργαστήρια
Πολλοί γνωρίζουν το αρχιπέλαγος των Γκαλαπάγκος, στου οποίου τα νησιά ο Κάρολος Δαρβίνος βρήκε πληθώρα στοιχείων πάνω στα οποία βασίζει τις ιδέες του για την εξέλιξη μέσω της φυσικής επιλογής. Και όμως, τα Γκαλαπάγκος δεν είναι το μόνο αρχιπέλαγος νησιών στο οποίο τα ζώα (στα οποία εστιάζει το άρθρο αυτό) και τα φυτά, μετά από την απομόνωσή τους σε διαφορετικά νησιά ή συμπλέγματα αυτών, εξελίχθηκαν προς νέες ξεχωριστές μορφές που να ανταποκρίνονται κατά το βέλτιστο δυνατό τρόπο στις μοναδικές συνθήκες των εκάστοτε νησιών. Λίγοι γνωρίζουν πως κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στον δικό μας τόπο, στην περιοχή του χάρτη που καλούμε Αιγαίο Πέλαγος και Κρητικό πέλαγος. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στα πολυάριθμά νησιά και νησίδες εντός του αρχιπελάγους. Ζώα, όπως τα διάφορα ασπόνδυλα, τα Ερπετά και τα Αμφίβια διαθέτουν πολύ περιορισμένες ικανότητες διασποράς. Έτσι, άπαξ και απομονωθούν σε κάποιο νησί ή βραχονησίδα είναι σχεδόν αδύνατο να μετακινηθούν εκτός των ορίων του. Σαν αποτέλεσμα, πολλά νησιά και βραχονησίδες του Αιγαίου, έχουν πλέον τα δικά τους ξεχωριστά ενδημικά σε αυτά είδη.
Το πιο ξακουστό από τα ενδημικά είδη της ελληνικής πανίδας,αποτελεί ίσως η οχιά της Μήλου (Macrovipera schweizeri), μια σχετικά μεγάλη, εύρωστη οχιά, που μπορεί να ξεπεράσει τα 80cm σε μήκος. Συναντάται μόνο στη Μήλο, τη Σίφνο, την Κίμωλο, και ένα ακατοίκητο νησάκι, την Πολύαιγο. Ο ολικός αναπαραγόμενος πληθυσμός για το είδος υπολογίζεται πως δεν ξεπερνά τα 10.000 άτομα και προστατεύεται αυστηρώς. Κύριες απειλές για το είδος αποτελούν κυρίως τα οχήματα, η υποβάθμιση των βιοτόπων του και το παράνομο εμπόριο, καθώς το έντονο κεραμιδί χρώμα κάποιων ατόμων τα καθιστά πολύ εντυπωσιακά στην όψη και ποθητά από τους συλλέκτες.
Ο χώρος του Αιγαίου και του Κρητικού πελάγους φιλοξενεί στο σύνολό του δέκα ενδημικά είδη Ερπετών και Αμφιβίων τα οποία μπορούμε να αποδώσουμε στον υποκείμενο πίνακα. Υπάρχουν ακόμα δύο ενδημικά είδη Θηλαστικών, και τα δύο από το νησί της Κρήτης, η κρητική μυγαλή (Crocidura zimmermanni), και ο κρητικός ακανθοποντικός (Acomys minous). Φυσικά τα παρακάτω είδη δεν αποτελούν τα μοναδικά ενδημικάτης Ελλάδας, απλά τα υπόλοιπα αποτελούν στοιχείο της πανίδας άλλων περιοχών της χώρας. Πίνακας με τα ενδημικά είδη Ερπετών και Αμφιβίων του Αιγαίου και Κρητικού Πελάγους. Περιλαμβάνεται η Λεβεντόσαυρα. Τα είδη μεαστερίσκο θεωρούνταν παλαιότερα αντιπρόσωποι του Kυρτοδάκτυλου (Mediodactylus kotschyi) και ορίστηκαν το Μάρτιο του 2018. Τα σπονδυλωτά αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου όταν μιλάμε για ενδημισμό στα ελληνικά νησιά. Μέχρι σήμερα στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί περί τα 27.000 είδη ασπόνδυλων, με τον αριθμό των ενδημικών ειδών να ανέρχεται στις 4.000. Βέβαια, πολλά είδη ακόμα αναμένουν να περιγραφούν, καθώς τα ασπόνδυλα της Ελλάδας δεν έχουν μελετηθεί συστηματικά, και μεγάλο κομμάτι της μελέτης έχει γίνει από ξένους ερευνητές και πολλές φορές δημοσιεύεται σε δυσεύρετα περιοδικά. Εν τέλει από τα φυτά της Ελλάδας, που είναι περισσότερα από 6.000, περίπου 1.100 από αυτά είναι ενδημικά. Στην περίπτωση των φυτών όμως, μεγάλο ποσοστό των ενδημικών παρατηρείται και στο ηπειρωτικό κομμάτι της χώρας, κυρίως στα ορεινά. Η Ελλάδα είναι πραγματικά μια ιδιαίτερη χώρα όσον αφορά τη βιοποικιλότητά της. Η γεωγραφική της θέση την καθιστά όριο εξάπλωσης πολλών ειδών, κατά συνέπεια συναντάμε σε αυτήν ζώα και φυτά της Ασίας, της Κεντρικής Ευρώπης ακόμα και της Β. Αφρικής. Κατά την τελευταία παγετώδη περίοδο, οι παγετώνες δεν την έφτασαν ποτέ, και πολλά είδη από το Βορρά βρήκαν καταφύγιο στα εδάφη της, για να απομονωθούν ύστερα σε ένα μικρό νησάκι καθώς το λιώσιμο των πάγων ανέβασε τη στάθμη της θάλασσας. Από αυτές τις ωμές διεργασίες της φύσης, «…εξελίχτηκαν και εξελίσσονται ατελείωτες μορφές, τόσο ωραίες και τόσο θαυμαστές.» (Κάρολος Δαρβίνος, Η Καταγωγή των ειδών).